- φαγγριστός
- η , ό просвечивающий, прозрачный, полупрозрачный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φαγγριστός — ή, ό, Ν βλ. φεγγριστός … Dictionary of Greek
φεγγριστός — και φαγγριστός, ή, ό, Ν [φεγγρίζω/φαγγρίζω] ημιδιαφανής … Dictionary of Greek